- ορθορρημονώ
- ὀρθορρημονῶ, -έω (Μ)εκφράζομαι σωστά, μιλώ ορθά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + -ρρημονῶ (< -ρρήμων < ῥῆμα), πρβλ. μεγαλο-ρρημονώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek